- προσταγλανδίνη
- η, Ν(βιοχ.) συν. στον πληθ. οι προσταγλανδίνεςιστοορμόνες που συντίθενται μέσα στον οργανισμό από το λινολεϊνικό οξύ, μια πολυακόρεστη λιπαρή ουσία, και θεωρούνται ως ρυθμιστές όλων τών κυτταρικών διεργασιών.
Dictionary of Greek. 2013.